τλησικάρδιος

τλησικάρδιος
τλησῑκάρδιος , τλησικάρδιος
hard-hearted
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τλησικάρδιος — ον, Α 1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.) 2. υπομονητικός, καρτερικός. επίρρ... τλησικαρδίως Α καρτερικά, υπομονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • τλησικαρδίως — τλησῑκαρδίως , τλησικάρδιος hard hearted adverbial τλησῑκαρδίως , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλησικάρδιον — τλησῑκάρδιον , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem acc sg τλησῑκάρδιον , τλησικάρδιος hard hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχαρής — ἐπιχαρής, ές (Α) 1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τόν χαροποιούν; Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”